ελαφόβοσκον — ἐλαφόβοσκον, το (Α) 1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών 2. το φασκόμηλο 3. το σκόρδο … Dictionary of Greek
ἐλαφόβοσκον — plant eaten by deer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφοβόσκου — ἐλαφόβοσκον plant eaten by deer neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφοβόσκῳ — ἐλαφόβοσκον plant eaten by deer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ελαφικός — ἐλαφικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόν το ελαφόβοσκον … Dictionary of Greek
επίβοσκον — ἐπίβοσκον, το (Α) η ρίζα τής αγριομολόχας (την οποία έπαιρναν οι έγκυες για να κρατήσουν το παιδί). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοσκος βοσκον (< θ. βοσκο (βοσκός) πρβλ. ελαφόβοσκον] … Dictionary of Greek
νεφρί — το (Α νεφρίον, Μ νεφρί) νεοελλ. μσν. ο νεφρός αρχ. 1. μικρός νεφρός 2. το φυτό ελαφόβοσκον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί ον, υποκορ. τού νεφρός] … Dictionary of Greek
οφιογένιον — ὀφιογένιον, τό (Α) το φυτό ελαφόβοσκον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + γένος] … Dictionary of Greek
χημίς — ίδος, ἡ, Α άλλη ονομασία τού φυτού ἐλαφόβοσκον* … Dictionary of Greek